συμβιβαστής

συμβιβαστής
ο
1) примиритель; посредник; 2) полит, соглашатель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συμβιβαστής" в других словарях:

  • συμβιβαστής — ο, ΝΜΑ [συμβιβάζω] αυτός που κατορθώνει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους, που επιφέρει συμβιβασμό μεταξύ τους …   Dictionary of Greek

  • συμβιβαστής — ο αυτός που συμβιβάζει: Έπαιζε το ρόλο του συμβιβαστή σ αυτήν την υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… …   Dictionary of Greek

  • δοκιμαστής — ο (AM δοκιμαστής) [δοκιμάζω] αυτός που δοκιμάζει, ελέγχει, εξετάζει νεοελλ. 1. αυτός που γεύεται μικρή ποσότητα ποτών ή τροφίμων για να ελέγξει την ποιότητα 2. κολιμπρί τής τροπικής Αμερικής τής οικογένειας τών τροχιλιδών μσν. αυτός στον οποίο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»